ολιγοτροφικός

ολιγοτροφικός
-ή, -ό
βλ. ολιγότροφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολιγότροφος — η, ο και ολιγοτροφικός, ή, ό (Α ολιγότροφος, ον) αυτός που τρώει λίγο νεοελλ. 1. βοτ. οικολ. α) (για περιβάλλον) φτωχός σε θρεπτικά στοιχεία β) (για φυτά) ικανός να αναπτυχθεί σε πολύ φτωχό σε θρεπτικά στοιχεία περιβάλλον 2. το αρσ. ως ουσ. γένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”